- παρακινδύνευση
- η / παρακινδύνευσις, -εύσεως, ΝΜΑ [παρακινδυνεύω]τολμηρή και επικίνδυνη ενέργεια, επικίνδυνο τόλμημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρακινδυνεύσῃ — παρακινδυνεύσηι , παρακινδύνευσις desperate venture fem dat sg (epic) παρακινδυνεύω make a venture aor subj mid 2nd sg παρακινδυνεύω make a venture aor subj act 3rd sg παρακινδυνεύω make a venture fut ind mid 2nd sg παρακινδῡνεύσῃ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακινδύνευμα — τὸ, Α [παρακινδυνεύω] παράτολμο θάρρος, επικίνδυνο τόλμημα, παρακινδύνευση … Dictionary of Greek